- κατασπασμός
- κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ]1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω2. έκκριση3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα4. (για δέντρα) συλλογή καρπών5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου6. κατάπτωση, αθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.