κατασπασμός

κατασπασμός
κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ]
1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω
2. έκκριση
3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα
4. (για δέντρα) συλλογή καρπών
5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου
6. κατάπτωση, αθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασπασμός — pulling down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπασμοί — κατασπασμός pulling down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπασμοῦ — κατασπασμός pulling down masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπασμῷ — κατασπασμός pulling down masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπασμόν — κατασπασμός pulling down masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασπασμικός — κατασπασμικός, ή, όν (Α) [κατασπασμός] (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών …   Dictionary of Greek

  • τειχάριον — το, Α [τεῖχος] μικρό, χαμηλό τείχος («κατασπασμὸς τειχαρίων παλαιῶν», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”